Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ βυθοῦ

См. также в других словарях:

  • βυθοῦ — βυθάω strike deep pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) βυθάω strike deep imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) βυθός the depth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • Χάαμπ, Ότο — (Haab, 1850 – 1931). Ελβετός οφθαλμίατρος και καθηγητής της οφθαλμολογίας στην ιατρική σχολή της Ζυρίχης. Οι εργασίες του για τις παθήσεις του βυθού του ματιού, τις εξωτερικές παθήσεις του ματιού καθώς και για τις μεθόδους εγχείρησης,… …   Dictionary of Greek

  • αεροσεισμική — Κλάδος της σεισμολογίας, που ερευνά τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, αλλά και τη μορφολογία του βυθού των θαλασσών. Οι μέθοδοι της α. χρησιμοποιούνται σήμερα περισσότερο στην εξέταση του βυθού παρά στην έρευνα της ατμόσφαιρας, η οποία γίνεται …   Dictionary of Greek

  • βυθοσκόπιο — Αλιευτικό σύνεργο που χρησιμοποιείται για την ευκρινή παρατήρηση του πυθμένα της θάλασσας. Αποτελείται από έναν μεταλλικό κύλινδρο στη μία βάση του με γυάλινη πλάκα. Η βάση, αν βυθιστεί στο νερό έστω και λίγα εκατοστά, καθιστά εύκολη την… …   Dictionary of Greek

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • ροφός — (epinephehus guaza). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Ο ρ., που είναι κοινός στη Μεσόγειο, αλλά κάνει την εμφάνισή του και σε εκτεταμένες παράκτιες ζώνες των τριών ωκεανών, ζει κυρίως στις ανωμαλίες του… …   Dictionary of Greek

  • υποθαλάσσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας, υποβρύχιος 2. φρ. α) «υποθαλάσσια κατολίσθηση» (γεωλ. ωκεαν.) κίνηση ασταθούς μάζας ιζημάτων και οργανικών φερτών υλικών από την κορυφή προς τα κατάντη ενός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»